Αν εκπαιδεύσετε το παιδί σας στις καλές διατροφικές συνήθειες και το
ενθαρρύνετε να υιοθετήσει σωστή αντίληψη για τις υγιεινές τροφές, μπορεί
να αγαπήσει ακόμα και το μπρόκολο.
Δεν υπάρχει μητέρα που να μην ανησυχεί για τη διατροφή του παιδιού της. Αν είναι αδύνατο, φοβάται ότι θα γίνει ασθενικό και αδύναμο. Αν είναι παχουλό, τρέμει με κάθε νέα έρευνα για την παιδική παχυσαρκία που βγαίνει στη δημοσιότητα. Κι αν είναι απλώς φυσιολογικό, αναρωτιέται για πόσο ακόμα θα μπορεί να το προστατεύει απ’ όλους αυτούς τους ανθυγιεινούς πειρασμούς που παραμονεύουν παντού: στο σχολείο, στο σινεμά, στις διαφημίσεις, στα εφηβικά στέκια… Σύμφωνα με τον διατροφολόγο-διαιτολόγο Ευάγγελο Ζουμπανέα, ο οποίος μαζί με την επιστημονική ομάδα διατροφολόγων «Διατροφή» (www.diatrofi.gr) έχει γράψει το βιβλίο-οδηγό με τίτλο Τι καλό θα μαγειρέψεις σήμερα, μαμά;, εκτός από το φαγητό καθαυτό, είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε πώς πρέπει να τρώμε, ποια είναι η καλή συμπεριφορά στο τραπέζι και βεβαίως ποια είναι η κατάλληλη ποσότητα που αναλογεί σε κάθε ηλικία. «Η διαδικασία της χώνεψης», εξηγεί «ξεκινάει από το στόμα, γιατί το σάλιο –η ημερήσια παραγωγή του οποίου φτάνει τα 1,5-2 λίτρα– βοηθά στην εύκολη κατάποση των τροφών, ενώ επίσης περιέχει ειδικές ουσίες (ένζυμα) που προετοιμάζουν και διευκολύνουν τη διάσπαση κάθε μπουκιάς από τα υγρά του στομάχου, για να απελευθερώσει στη συνέχεια τα θρεπτικά συστατικά της». Αντίθετα, όταν καταπίνουμε την τροφή μας βιαστικά και αμάσητη, η χώνεψη δυσχεραίνεται, δημιουργούνται αέρια στα έντερα και φούσκωμα στο στομάχι. Επίσης, γίνεται πιο δύσκολη η διάσπαση της τροφής, με αποτέλεσμα ο οργανισμός μας να χάνει σημαντική ποσότητα από βιταμίνες και μέταλλα. Το καλό μάσημα της τροφής προϋποθέτει το να τρώει κανείς πιο αργά, πράγμα που μας βοηθάει και να τρώμε λιγότερο. Το αίσθημα της πληρότητας έρχεται μέσω ενός ειδικού σήματος που φτάνει στον εγκέφαλο, ο οποίος για να καταλάβει ότι έχουμε χορτάσει χρειάζεται να περάσουν περίπου 20 λεπτά. Μέχρι δηλαδή να ανέβει το επίπεδο του σακχάρου στο αίμα, κάτι που προκαλείται από την πέψη των τροφών. Αν λοιπόν μέσα σε 20 λεπτά έχουμε αδειάσει ό,τι υπάρχει πάνω στο τραπέζι, τότε είναι σίγουρο ότι θα έχουμε φάει πολύ περισσότερο απ’ όσο χρειαζόμαστε. Το μεγαλύτερο μέρος της περίσσειας αυτής ποσότητας ο οργανισμός το αποθηκεύει ως λίπος κυρίως στην περιφέρεια και στην κοιλιά. Γι’ αυτό, ξεχάστε τη φράση «για να δω ποιος θα φάει πιο γρήγορα το φαγητό του» και μάθετε στα παιδιά να τρώνε αργά και να μασάνε πολύ καλά την κάθε μπουκιά, τουλάχιστον 15-20 φορές πριν την καταπιούν.
Δεν υπάρχει μητέρα που να μην ανησυχεί για τη διατροφή του παιδιού της. Αν είναι αδύνατο, φοβάται ότι θα γίνει ασθενικό και αδύναμο. Αν είναι παχουλό, τρέμει με κάθε νέα έρευνα για την παιδική παχυσαρκία που βγαίνει στη δημοσιότητα. Κι αν είναι απλώς φυσιολογικό, αναρωτιέται για πόσο ακόμα θα μπορεί να το προστατεύει απ’ όλους αυτούς τους ανθυγιεινούς πειρασμούς που παραμονεύουν παντού: στο σχολείο, στο σινεμά, στις διαφημίσεις, στα εφηβικά στέκια… Σύμφωνα με τον διατροφολόγο-διαιτολόγο Ευάγγελο Ζουμπανέα, ο οποίος μαζί με την επιστημονική ομάδα διατροφολόγων «Διατροφή» (www.diatrofi.gr) έχει γράψει το βιβλίο-οδηγό με τίτλο Τι καλό θα μαγειρέψεις σήμερα, μαμά;, εκτός από το φαγητό καθαυτό, είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε πώς πρέπει να τρώμε, ποια είναι η καλή συμπεριφορά στο τραπέζι και βεβαίως ποια είναι η κατάλληλη ποσότητα που αναλογεί σε κάθε ηλικία. «Η διαδικασία της χώνεψης», εξηγεί «ξεκινάει από το στόμα, γιατί το σάλιο –η ημερήσια παραγωγή του οποίου φτάνει τα 1,5-2 λίτρα– βοηθά στην εύκολη κατάποση των τροφών, ενώ επίσης περιέχει ειδικές ουσίες (ένζυμα) που προετοιμάζουν και διευκολύνουν τη διάσπαση κάθε μπουκιάς από τα υγρά του στομάχου, για να απελευθερώσει στη συνέχεια τα θρεπτικά συστατικά της». Αντίθετα, όταν καταπίνουμε την τροφή μας βιαστικά και αμάσητη, η χώνεψη δυσχεραίνεται, δημιουργούνται αέρια στα έντερα και φούσκωμα στο στομάχι. Επίσης, γίνεται πιο δύσκολη η διάσπαση της τροφής, με αποτέλεσμα ο οργανισμός μας να χάνει σημαντική ποσότητα από βιταμίνες και μέταλλα. Το καλό μάσημα της τροφής προϋποθέτει το να τρώει κανείς πιο αργά, πράγμα που μας βοηθάει και να τρώμε λιγότερο. Το αίσθημα της πληρότητας έρχεται μέσω ενός ειδικού σήματος που φτάνει στον εγκέφαλο, ο οποίος για να καταλάβει ότι έχουμε χορτάσει χρειάζεται να περάσουν περίπου 20 λεπτά. Μέχρι δηλαδή να ανέβει το επίπεδο του σακχάρου στο αίμα, κάτι που προκαλείται από την πέψη των τροφών. Αν λοιπόν μέσα σε 20 λεπτά έχουμε αδειάσει ό,τι υπάρχει πάνω στο τραπέζι, τότε είναι σίγουρο ότι θα έχουμε φάει πολύ περισσότερο απ’ όσο χρειαζόμαστε. Το μεγαλύτερο μέρος της περίσσειας αυτής ποσότητας ο οργανισμός το αποθηκεύει ως λίπος κυρίως στην περιφέρεια και στην κοιλιά. Γι’ αυτό, ξεχάστε τη φράση «για να δω ποιος θα φάει πιο γρήγορα το φαγητό του» και μάθετε στα παιδιά να τρώνε αργά και να μασάνε πολύ καλά την κάθε μπουκιά, τουλάχιστον 15-20 φορές πριν την καταπιούν.