Η βαθύτερη ρίζα της παχυσαρκίας κρύβεται μέσα στην οικογένεια και την
ευθύνη την έχουν οι ίδιοι οι γονείς. Οι πρώτες μας διατροφικές συνήθειες
διαμορφώνονται πολύ νωρίς, στην ηλικία των 2-3 ετών, όταν ακόμα καλά
καλά δεν έχουμε δοκιμάσει όλες τις γεύσεις και τους συνδυασμούς της
διατροφής μας
Όταν ακόμα δεν ξέρουμε τι είναι καλό και τι κακό, τι είναι λιπαρό και τι στεγνό… Τον υπεύθυνο αυτόν ρόλο τον έχουν αναλάβει οι γονείς μας και δυστυχώς το συγγενικό και φιλικό περιβάλλον των γονιών μας, οι οποίοι αρέσκονται ή επιβεβαιώνουν την καλή τους σχέση με το παιδί, με το να του δίνουν οτιδήποτε τρόφιμο θα το κάνει να χαρεί, να γελάσει ή να ζητήσει επιπλέον από αυτό. Και φυσικά αυτό το τρόφιμο θα είναι πλούσιο σε ζάχαρη ή λίπος ή αλάτι, γιατί αλλιώς πιθανόν το παιδί να το απεχθανόταν.
Στα επόμενα 2-3 χρόνια, όταν το παιδί θα αρχίσει να έχει κοινωνική δραστηριότητα, συναναστροφές, παιδικό σταθμό, πάρτυ γενεθλίων και γιορτές, φίλους και φίλες, τα έτοιμα φαγητά, τα γλυκίσματα, τα αναψυκτικά και τα ζαχαρώδη έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην διατροφή του.
Στον παιδικό σταθμό ή το νηπιαγωγείο, η καλή επίδοση στη ζωγραφική ή η καλή συμπεριφορά συνήθως επιβραβεύεται με μια καραμέλα ή ένα γλύκισμα από την δασκάλα.
Οι δύσκολες συνθήκες της ζωής μας σήμερα και η προσπάθεια εξασφάλισης χρημάτων, επιβάλλει την εργασία και στους δύο γονείς, γεγονός που καθιστά το οικογενειακό τραπέζι υπόθεση μόνο Κυριακάτικη. Το παιδί δεν έχει μάθει την σωστή οικογενειακή διατροφή, τρώει τις πιο πολλές φορές μόνο του ή με τον παππού και την γιαγιά, οι οποίοι ίσως ακόμα να θεωρούν ότι το υγιές παιδί είναι το καλοθρεμμένο με τα μαγουλάκια και όχι το αδύνατο, με συνέπεια να το ταΐζουν ολοένα και περισσότερο.
Μία γκρίνια, ένα κλάμα ή ένα πείσμα ενός παιδιού πάντα υποχωρεί με την κατανάλωση κάποιου τροφίμου με υψηλές θερμίδες.
Σαν ανέκδοτο θα πρέπει να ακούγεται στα αυτιά των ξένων, η ατάκα «Πόσα παγωτά έχεις φάει φέτος το καλοκαίρι; 50; Α, εγώ έχω φάει 60 σε περνάω…». Για γέλια ή για κλάματα…;
Και εννοείται ότι δεν φταίει το παιδί. Φταίνε οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί και γενικότερα η λανθασμένη αντίληψη και η ελλιπής ενημέρωση του κόσμου, σε ένα τόσο ευαίσθητο θέμα, όπως η Διατροφή μας.
Το παιδί μεγάλωσε. Έφτασε στην εφηβεία, ελαφρώς υπέρβαρο όχι παχύσαρκο… Άρχισε τις κοινωνικές του συναναστροφές, τις παρέες, ίσως και τους πρώτους του έρωτες. Βόλτες, έξοδοι με φίλους, εκδρομές, συγκεντρώσεις σε σπίτια, να μαζευτούμε να δούμε τον αγώνα της ομάδας μας σήμερα ή να δούμε μια ταινία…
Τί θα παραγγείλουμε; Πόσα; Τι να μου κάνουν 2 πίτες; Πάρε από αυτήν την πιτσαρία, στις 2 η μία δώρο. Α και πες του να φέρει το μεγάλο το μπουκάλι με το αναψυκτικό… Και όλα αυτά, κρατώντας ήδη στα χέρια του ένα τηλεκοντρόλ, ένα χειριστήριο παιχνιδιού ή ένα laptop για να μετρήσει τα like του.
Σε μία άλλη περίπτωση, το παιδί και οι φίλοι του θα βγουν μια βόλτα. Θα πάνε για ένα ποτό σε ένα μπαράκι. Θα πιει αλκοόλ, παρά την αναγραφόμενη πινακίδα στην είσοδο του μαγαζιού. Θα πιει και άλλο αλκοόλ, γιατί είδε στην δίπλα παρέα αυτήν που του αρέσει. Θα πιει και άλλο ένα, γιατί δουλεύει στο μπαράκι ο αδερφός του κολλητού του και τον κέρασε. Θα κεράσει και άλλο ένα αυτήν που του αρέσει, γιατί τον κοίταξε και αυτή. Θα πιει 3-4 συνολικά ποτά… Θα πεινάσει όμως και λογικά… Τέτοια ώρα ανοιχτό είναι μόνο το τάδε «βρώμικο». «Βρώμικο»: Επίθετο στην αργκό της νεολαίας, που χαρακτηρίζει μεγάλο αριθμό ταχυφαγείων 24ωρης λειτουργίας, με φαγητά αυξημένων θερμίδων και λιπαρών. Θα πάει, θα φάει, θα πέσει σε λήθαργο και θα πάει σπίτι του να κοιμηθεί…
Το παιδί ενηλικιώθηκε. Τέλειωσε το σχολείο του, πέρασε στο πανεπιστήμιό του και έφυγε για φοιτητής. Ξαφνικά, από εκεί που το μεσημέρι όταν γύριζε στο σπίτι του και έβρισκε ένα πιάτο φαγητό (είτε από την μητέρα είτε από την γιαγιά), τώρα βρίσκεται μπροστά σε μια άδεια κουζίνα και σε ένα μισογεμάτο ψυγείο. Δεν ξέρει όμως να μαγειρεύει, δεν του έμαθε κανείς. Δεν θέλει να φάει πάλι μακαρόνια, χθες και προχθές έφαγε. Σούπερ μάρκετ δεν πήγε αυτήν την εβδομάδα, γιατί δεν έφταναν τα λεφτά ή γιατί βαριόταν. Τι να κάνει; Στον πάγκο επάνω βλέπει κάτι πολύχρωμα φυλλάδια… Διαλέγει, παίρνει τηλέφωνο και όλα λύθηκαν…
Τελείωσε το πρώτο έτος των σπουδών και ήρθε καλοκαίρι. Η ζέστη τον κάνει να αναζητήσει τα καλοκαιρινά του ρούχα. Τα φοράει, αλλά κάτι δεν πάει καλά.. Δεν του κάνουν πλέον… Δεν κουμπώνει το παντελόνι, τον στενεύει το αγαπημένο του t-shirt. Η δυσφορία και η αγανάκτηση τον κάνουν να αναζητήσει ένα γυμναστήριο. Θέλει και παρέα όμως μαζί του τον κολλητό του, γιατί μόνος του θα βαρεθεί. Ο κολλητός τον ακολουθεί, αλλά σύντομα εγκαταλείπει είτε γιατί δεν έχει να πληρώσει, είτε γιατί δεν θέλει να κλειστεί σε γυμναστήριο καλοκαιριάτικα. «Από Σεπτέμβρη που θα χειμωνιάσει θα ξαναπάμε» και όλα μια χαρά… Θα πάρει ένα νούμερο μεγαλύτερο παντελόνι και θα διαμαρτυρηθεί και στον πωλητή γιατί πλέον τα XL βγαίνουν μικρότερα και όχι όπως παλιά που του έκαναν…
Τα χρόνια περνάνε και πλέον είναι ένας επαγγελματίας με δουλειά σε μια εταιρία. Υπεύθυνος στον τάδε κλάδο της επιχείρησης με δικό του γραφείο. Στην ζωή του είναι μαζί με εκείνη την κοπέλα που του άρεσε στο μπαράκι, αφού για αυτήν δεν έχει σημασία η εξωτερική εμφάνιση, αλλά ο χαρακτήρας… Συζούν και έχουν αποφασίσει να παντρευτούν. Δουλεύει και αυτή, για να μπορούν να ανταπεξέλθουν στα έξοδα και στις υποχρεώσεις τους. Συναντιόνται στο σπίτι το βράδυ, αφού τα ωράρια εργασίας είναι εξαντλητικά. Χαλαρώνουν με ένα ποτήρι κρασί και ξηρούς καρπούς μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό. Η κοπέλα είναι αυστηρά αντίθετη με το να παραγγέλνουν απέξω φαγητό, γι αυτό και κάθε βράδυ κατά τις 22.00 που γυρίζουν σπίτι, μαγειρεύει… Τρώνε και πέφτουν για ύπνο, γιατί η αυριανή ημέρα είναι δύσκολη και έχει πρωινό ξύπνημα. Στον ύπνο, τον ακούει που ροχαλίζει ή που του κόβεται ξαφνικά η ανάσα, αλλά αρκείται στο να τον σκουντήσει ή να τον κλωτσήσει στα πόδια και την άλλη μέρα να του παραπονεθεί ότι δεν την άφησε να κοιμηθεί με το ροχαλητό του…
Ένα πρωί χτυπάει το τηλέφωνο της κοπέλας. Από την αναγνώριση βλέπει ότι είναι το γραφείο του άντρα της… Της πέφτει το τηλέφωνο από τα χέρια και τρέχει πανικόβλητη προς το νοσοκομείο…
Εδώ τελειώνει η ιστορία μου…
Επιστημονικής φαντασίας ή μέχρι το σημείο που χτύπησε το τηλέφωνο της κοπέλας κάτι σας θυμίζει…;;;
Όταν ακόμα δεν ξέρουμε τι είναι καλό και τι κακό, τι είναι λιπαρό και τι στεγνό… Τον υπεύθυνο αυτόν ρόλο τον έχουν αναλάβει οι γονείς μας και δυστυχώς το συγγενικό και φιλικό περιβάλλον των γονιών μας, οι οποίοι αρέσκονται ή επιβεβαιώνουν την καλή τους σχέση με το παιδί, με το να του δίνουν οτιδήποτε τρόφιμο θα το κάνει να χαρεί, να γελάσει ή να ζητήσει επιπλέον από αυτό. Και φυσικά αυτό το τρόφιμο θα είναι πλούσιο σε ζάχαρη ή λίπος ή αλάτι, γιατί αλλιώς πιθανόν το παιδί να το απεχθανόταν.
Στα επόμενα 2-3 χρόνια, όταν το παιδί θα αρχίσει να έχει κοινωνική δραστηριότητα, συναναστροφές, παιδικό σταθμό, πάρτυ γενεθλίων και γιορτές, φίλους και φίλες, τα έτοιμα φαγητά, τα γλυκίσματα, τα αναψυκτικά και τα ζαχαρώδη έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην διατροφή του.
Στον παιδικό σταθμό ή το νηπιαγωγείο, η καλή επίδοση στη ζωγραφική ή η καλή συμπεριφορά συνήθως επιβραβεύεται με μια καραμέλα ή ένα γλύκισμα από την δασκάλα.
Οι δύσκολες συνθήκες της ζωής μας σήμερα και η προσπάθεια εξασφάλισης χρημάτων, επιβάλλει την εργασία και στους δύο γονείς, γεγονός που καθιστά το οικογενειακό τραπέζι υπόθεση μόνο Κυριακάτικη. Το παιδί δεν έχει μάθει την σωστή οικογενειακή διατροφή, τρώει τις πιο πολλές φορές μόνο του ή με τον παππού και την γιαγιά, οι οποίοι ίσως ακόμα να θεωρούν ότι το υγιές παιδί είναι το καλοθρεμμένο με τα μαγουλάκια και όχι το αδύνατο, με συνέπεια να το ταΐζουν ολοένα και περισσότερο.
Μία γκρίνια, ένα κλάμα ή ένα πείσμα ενός παιδιού πάντα υποχωρεί με την κατανάλωση κάποιου τροφίμου με υψηλές θερμίδες.
Σαν ανέκδοτο θα πρέπει να ακούγεται στα αυτιά των ξένων, η ατάκα «Πόσα παγωτά έχεις φάει φέτος το καλοκαίρι; 50; Α, εγώ έχω φάει 60 σε περνάω…». Για γέλια ή για κλάματα…;
Και εννοείται ότι δεν φταίει το παιδί. Φταίνε οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί και γενικότερα η λανθασμένη αντίληψη και η ελλιπής ενημέρωση του κόσμου, σε ένα τόσο ευαίσθητο θέμα, όπως η Διατροφή μας.
Το παιδί μεγάλωσε. Έφτασε στην εφηβεία, ελαφρώς υπέρβαρο όχι παχύσαρκο… Άρχισε τις κοινωνικές του συναναστροφές, τις παρέες, ίσως και τους πρώτους του έρωτες. Βόλτες, έξοδοι με φίλους, εκδρομές, συγκεντρώσεις σε σπίτια, να μαζευτούμε να δούμε τον αγώνα της ομάδας μας σήμερα ή να δούμε μια ταινία…
Τί θα παραγγείλουμε; Πόσα; Τι να μου κάνουν 2 πίτες; Πάρε από αυτήν την πιτσαρία, στις 2 η μία δώρο. Α και πες του να φέρει το μεγάλο το μπουκάλι με το αναψυκτικό… Και όλα αυτά, κρατώντας ήδη στα χέρια του ένα τηλεκοντρόλ, ένα χειριστήριο παιχνιδιού ή ένα laptop για να μετρήσει τα like του.
Σε μία άλλη περίπτωση, το παιδί και οι φίλοι του θα βγουν μια βόλτα. Θα πάνε για ένα ποτό σε ένα μπαράκι. Θα πιει αλκοόλ, παρά την αναγραφόμενη πινακίδα στην είσοδο του μαγαζιού. Θα πιει και άλλο αλκοόλ, γιατί είδε στην δίπλα παρέα αυτήν που του αρέσει. Θα πιει και άλλο ένα, γιατί δουλεύει στο μπαράκι ο αδερφός του κολλητού του και τον κέρασε. Θα κεράσει και άλλο ένα αυτήν που του αρέσει, γιατί τον κοίταξε και αυτή. Θα πιει 3-4 συνολικά ποτά… Θα πεινάσει όμως και λογικά… Τέτοια ώρα ανοιχτό είναι μόνο το τάδε «βρώμικο». «Βρώμικο»: Επίθετο στην αργκό της νεολαίας, που χαρακτηρίζει μεγάλο αριθμό ταχυφαγείων 24ωρης λειτουργίας, με φαγητά αυξημένων θερμίδων και λιπαρών. Θα πάει, θα φάει, θα πέσει σε λήθαργο και θα πάει σπίτι του να κοιμηθεί…
Το παιδί ενηλικιώθηκε. Τέλειωσε το σχολείο του, πέρασε στο πανεπιστήμιό του και έφυγε για φοιτητής. Ξαφνικά, από εκεί που το μεσημέρι όταν γύριζε στο σπίτι του και έβρισκε ένα πιάτο φαγητό (είτε από την μητέρα είτε από την γιαγιά), τώρα βρίσκεται μπροστά σε μια άδεια κουζίνα και σε ένα μισογεμάτο ψυγείο. Δεν ξέρει όμως να μαγειρεύει, δεν του έμαθε κανείς. Δεν θέλει να φάει πάλι μακαρόνια, χθες και προχθές έφαγε. Σούπερ μάρκετ δεν πήγε αυτήν την εβδομάδα, γιατί δεν έφταναν τα λεφτά ή γιατί βαριόταν. Τι να κάνει; Στον πάγκο επάνω βλέπει κάτι πολύχρωμα φυλλάδια… Διαλέγει, παίρνει τηλέφωνο και όλα λύθηκαν…
Τελείωσε το πρώτο έτος των σπουδών και ήρθε καλοκαίρι. Η ζέστη τον κάνει να αναζητήσει τα καλοκαιρινά του ρούχα. Τα φοράει, αλλά κάτι δεν πάει καλά.. Δεν του κάνουν πλέον… Δεν κουμπώνει το παντελόνι, τον στενεύει το αγαπημένο του t-shirt. Η δυσφορία και η αγανάκτηση τον κάνουν να αναζητήσει ένα γυμναστήριο. Θέλει και παρέα όμως μαζί του τον κολλητό του, γιατί μόνος του θα βαρεθεί. Ο κολλητός τον ακολουθεί, αλλά σύντομα εγκαταλείπει είτε γιατί δεν έχει να πληρώσει, είτε γιατί δεν θέλει να κλειστεί σε γυμναστήριο καλοκαιριάτικα. «Από Σεπτέμβρη που θα χειμωνιάσει θα ξαναπάμε» και όλα μια χαρά… Θα πάρει ένα νούμερο μεγαλύτερο παντελόνι και θα διαμαρτυρηθεί και στον πωλητή γιατί πλέον τα XL βγαίνουν μικρότερα και όχι όπως παλιά που του έκαναν…
Τα χρόνια περνάνε και πλέον είναι ένας επαγγελματίας με δουλειά σε μια εταιρία. Υπεύθυνος στον τάδε κλάδο της επιχείρησης με δικό του γραφείο. Στην ζωή του είναι μαζί με εκείνη την κοπέλα που του άρεσε στο μπαράκι, αφού για αυτήν δεν έχει σημασία η εξωτερική εμφάνιση, αλλά ο χαρακτήρας… Συζούν και έχουν αποφασίσει να παντρευτούν. Δουλεύει και αυτή, για να μπορούν να ανταπεξέλθουν στα έξοδα και στις υποχρεώσεις τους. Συναντιόνται στο σπίτι το βράδυ, αφού τα ωράρια εργασίας είναι εξαντλητικά. Χαλαρώνουν με ένα ποτήρι κρασί και ξηρούς καρπούς μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό. Η κοπέλα είναι αυστηρά αντίθετη με το να παραγγέλνουν απέξω φαγητό, γι αυτό και κάθε βράδυ κατά τις 22.00 που γυρίζουν σπίτι, μαγειρεύει… Τρώνε και πέφτουν για ύπνο, γιατί η αυριανή ημέρα είναι δύσκολη και έχει πρωινό ξύπνημα. Στον ύπνο, τον ακούει που ροχαλίζει ή που του κόβεται ξαφνικά η ανάσα, αλλά αρκείται στο να τον σκουντήσει ή να τον κλωτσήσει στα πόδια και την άλλη μέρα να του παραπονεθεί ότι δεν την άφησε να κοιμηθεί με το ροχαλητό του…
Ένα πρωί χτυπάει το τηλέφωνο της κοπέλας. Από την αναγνώριση βλέπει ότι είναι το γραφείο του άντρα της… Της πέφτει το τηλέφωνο από τα χέρια και τρέχει πανικόβλητη προς το νοσοκομείο…
Εδώ τελειώνει η ιστορία μου…
Επιστημονικής φαντασίας ή μέχρι το σημείο που χτύπησε το τηλέφωνο της κοπέλας κάτι σας θυμίζει…;;;