Πήρε το όνομά του από το όνομα της πόλης όπου εξελίχθηκε μια κατάσταση ομηρίας, μετά από το πέρας της οποίας διαγνώστηκε στα άτομα που είχαν υπάρξει όμηροι μια συγκεκριμένη ψυχική διαταραχή.
Στις 23 Αυγούστου του 1973, όταν δύο πρώην κατάδικοι, οπλισμένοι, όρμησαν μέσα στην τράπεζα Sveriges Kreditbank της Στοκχόλμης, φωνάζοντας (προφητικά ίσως;) «Το πάρτυ έχει μόλις ξεκινήσει». Κράτησαν σε αιχμαλωσία τέσσερις ομήρους, τρείς άνδρες και μία γυναίκα, σε ένα σκοτεινό υπόγειο για 131 ολόκληρες ώρες – δηλαδή γύρω στις πεντέμισι ημέρες – μέχρι να επέμβει η αστυνομία. Τα άτομα αυτά κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων από την Αστυνομία δήλωναν ότι χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν το γιατί, ένοιωθαν μία βαθιά έλξη και ταύτιση με τους απαγωγείς τους, ενώ ταυτόχρονα φοβόντουσαν αυτούς που προσπαθούσαν να τους σώσουν. Μάλιστα, βοήθησαν τους δράστες να αντισταθούν στη σύλληψη, ενώ αργότερα δεν δίστασαν να ενισχύσουν οικονομικά τον δικαστικό αγώνα τους.
Το σύνδρομο αυτό επιβεβαιώθηκε από τότε και σε άλλες -πολλές- περιπτώσεις (μια πολύ γνωστή είναι αυτή της Νατάσα Κάμους). Παρουσιάζεται, κυρίως, στα θύματα απαγωγών. Χαρακτηρίζεται από την ταύτιση του θύματος με το θύτη, την ψυχολογική εξάρτηση ή ακόμη και αγάπη προς αυτόν, τα αρνητικά συναισθήματα του θύματος προς όποιον καταβάλει προσπάθειες διάσωσης, την υποστήριξη του θύτη από το θύμα καθώς και την έλλειψη θελήσεως του θύματος να απελευθερωθεί.
Όλα αυτά τα οξύμωρα συναισθήματα του θύματος αποτελούν προσπάθεια αυτοπροστασίας του, απόρροια του απέραντου φόβου του και όχι αυθεντικά συναισθήματα. Το θύμα, δηλαδή, πιστεύει πως το βασανιστήριό του θα σταματήσει εάν δείξει καλή συμπεριφορά και προθυμία συνεργασίας με τον καταπιεστή του. Ταυτίζεται μαζί του, γιατί προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι η κατάσταση αυτή είναι φυσιολογική και ότι «όλα θα πάνε καλά». Παραιτείται από την προσπάθεια διαφυγής και κάνει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται καθημερινότητά του. Το θύμα δεν αντέχει πλέον την πίεση, το φόβο, τον πόνο και για να προστατέψει τον εαυτό του παραμερίζει αυτά τα αρνητικά συναισθήματα και τα ανταλλάσει με θετικά. Οι προϋποθέσεις που πρέπει να υπάρχουν για να εμφανιστεί το σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι οι εξής:
Πρώτα, πρέπει να υπάρχει σαφής απειλή προς την σωματική ή ψυχολογική επιβίωση του εμπλεκόμενου ενώ επίσης και σοβαρή πεποίθηση – φόβος ότι ο απαγωγέας μπορεί να εκπληρώσει την απειλή. Στη συνέχεια πρέπει να υπάρξουν μικρά δείγματα «ευγενικής» συμπεριφοράς από τον απαγωγέα προς το θύμα. Το θύμα στηρίζεται σε αυτά τα μικρά δείγματα, ψήγματα ίσως, για να πιστέψει ότι ο απαγωγέας είναι όντως «καλός». Επίσης σημαντικό είναι να υπάρχει απομόνωση, με αποτέλεσμα το θύμα να έχει πρόσβαση μόνο στην «οπτική γωνία» του βασανιστή. Τέλος, πρέπει να υπάρχει ανικανότητα του θύματος να δραπετεύσει από τη δεδομένη κατάσταση.
Το σύνδρομο δεν εμφανίζεται αποκλειστικά και μόνο σε θύματα ομηρίας, αλλά και σε παιδιά που έχουν βιώσει κακοποίηση, γυναίκες που έπεσαν θύματα ξυλοδαρμού/κακοποίησης, αιχμαλώτους πολέμου, μέλη θρησκειών, θύματα αιμομιξίας, αιχμαλώτους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, καθώς και σε άτομα που έχουν ζήσει σχέσεις εξουσίας/εκφοβισμού.
Το σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι αξιοπρόσεκτο για έναν λόγο: συναντάται στην καθημερινότητα πολύ συχνότερα απ’ ότι μπορεί κανείς να φανταστεί (σε μια πιο ήπια φυσικά μορφή του). Δεν είναι ίδιον μόνο ατόμων που έχουν διέλθει μέσα από υπερβολικά στρεσογόνες και ακραίες καταστάσεις αλλά και σε απλά καθημερινά άτομα που -χωρίς να το συνειδητοποιούν- γίνονται θύματα των ΜΜΕ, των δημαγωγών.
πηγη.3pointmagazine